Δευτέρα 3 Ιουνίου 2019


ΣΤΟ ΑΡΑΧΝΑΙΟ ΜΕΣΩ ΑΓΓΕΛΟΚΑΣΤΡΟΥ


Η πρόσβαση στο όμορφο Αραχναίο μέσω Σοφικού και Αγγελοκάστρου είναι πολύ εύκολη και η διαδρομή ευχάριστη και ενδιαφέρουσα.
Μετά την Κόρινθο, τα Λουτρά της Ωραίας Ελένης και την Αλμυρή, στρίβει κανείς δεξιά προς το Ρυτό και το Σοφικό, δύο ήσυχα χωριά ανάμεσα σε πευκοσκέπαστες βουνοπλαγιές. Ωραία σπίτια, με αυλές πνιγμένες στα λουλούδια.
Μετά το όμορφο Σοφικό με τα περιποιημένα σπίτια ανηφορίζουμε προς το Αγγελόκαστρο μέσα από πευκόφυτες πλαγιές.

Στον αγροτικό δρόμο Αγγελοκάστρου-Αραχναίου σίγουρα θα αντικρίσει κανείς εικόνες κοπαδιών να βόσκουν  στις πλαγιές κοντά στον δρόμο ή θα αντηχήσουν στα αυτιά του τα βελάσματα και τα κουδούνια των αφανών κοπαδιών στις γύρω ρεματιές.
Ακολουθεί το πιο ορεινό Αγγελόκαστρο, με φυσιογνωμίες πολύ όμοιες με του Χελιού, μέσα σε ένα ορεινό τοπίο που μοιάζει πάρα πολύ στου χωριού μας.
Φεύγοντας από Αγγελόκαστρο ...δυο δρόμους έχει η ζωή!
Και πώς θα γινόταν αλλιώς αφού μοιραζόμαστε τον βόρειο κορμό του Αραχναίου, την Τραπεζώνα; Γυμνά βουνά, γεμάτα πατουλιές, με κανένα δέντρο να υψώνεται πού και πού μοναχικό, μέχρι τα Φράκια και την Αγία Παρασκευή, που, λόγω των πολλών νερών, ήταν εύφορη κοιλάδα και όπου συναντάει κανείς λίγο περισσότερα δέντρα.
Ένα ενυπωσιακό πολύκορμο πουρνάρι σαν πελώριος φρουρός υποδέχεται τον επισκέπτη καθώς εισέρχεται στην περιοχή Φράκια.
Πανέμορφα μωβ αγριολούλουδα εποχής διανθίζουν το κόκκινο χώμα του τοπίου.
Ένα περήφανο μοναχικό δέντρο σπάει τη γύμνια του τοπίου.


Αρχίζουν να προβάλλουν στο βάθος αριστερά  οι νότιες πανύψηλες κορυφές του όρους Αραχναίου.

Η βλάστηση χαμηλή και θαμνώδης στην αρχή του καλοκαιριού.
Από αυτήν την οπτική γωνία φαίνεται αναπτυγμένο ολόκληρο το αιολικό πάρκο Αραχναίου.
Χιλιάδες μικρές ροζ ομπρελίτσες γέρνουν στις άκρες του δρόμου και μας υποδέχονται!
Με τα χωριά αυτά, μας ενώνουν πολλά, αφού κάποτε ανήκαμε και διοικητικά στον ίδιο Νομό Αργολιδοκορινθίας. 
Μας ενώνει η γνωστή ή ανεξερεύνητη ακόμα ιστορία, από την μυκηναϊκή εποχή και την εγκατάσταση αρβανιτών, μέχρι την πρόσφατη ιστορία με την Επανάσταση του 1821, την δράση των ληστών και τα πάθη των πολέμων του 20ού αιώνα. 
Μας ενώνουν πολλοί μικτοί γάμοι, κοπέλες Χελιώτισσες που παντρεύτηκαν εκεί κι έκαναν οικογένειες, ή κοπέλες από το Αγγελόκαστρο που πήραν Χελιώτες και μπορεί να κατοικούν αλλού, όπως στη Δήμαινα κ.λ.π. 
Μας ενώνουν οι ίδιες οικονομικές δραστηριότητες και αγωνίες. 
Μας ενώνουν κοινά τραγούδια και παραδόσεις, κοινός τρόπος ζωής και λαϊκός πολιτισμός, όπως οι ομορφοκεντημένες γκούνες που παραγγέλναμε στις Σοφικίτισσες κεντήστρες. 
Διασχίζοντας την Τραπεζώνα.

.



Αμυγδαλιές στα Φράκια.
Το προσκυνητάρι στην στροφή για την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής.


Προς Αγία Παρασκευή.

Πλησιάζοντας στο Αραχναίο, ο Άγιος Παντελεήμων σε καλωσορίζει στο χωριό.


Αυτή η περιοχή αποτελεί μια ευρύτερη πατρίδα που την ορίζει η κοινή μας μοίρα, το όρος Αραχναίο!

Τετάρτη 26 Ιουλίου 2017




Η Αγια-Παρασκευή του Αραχναίου (α)

Σήμερα είναι της Αγίας Παρασκευής. Mία Παρασκευή θυμάμαι να είχαμε στο χωριό κι έναν Παρασκευά μόνο, κι όμως η γιορτή της ήταν και είναι από τις πιο ευλαβικά τιμώμενες θρησκευτικές εορτές του Αραχναίου, όπως και σε ολόκληρη την Ελλάδα. Στη σκιά βέβαια της μεγάλης πανηγύρεως του Αγίου Παντελεήμονα, την επόμενη ακριβώς ημέρα, και, φυσικά, του πάνδημου εορτασμού της Παναγίας τον Δεκαπενταύγουστο στο Μοναστήρι της Παναγίας που ήταν το μεγαλύτερο γεγονός του καλοκαιριού!

Η εκκλησία της Αγια-Παρασκευής βρίσκεται στα Φράκια, σε μια τοποθεσία κάπου τέσσερα χιλιόμετρα ανατολικά από το χωριό Αραχναίο. Ο δρόμος από το Αραχναίο προς το Αγγελόκαστρο διασχίζει εκεί μια λεκάνη με εύφορα χωράφια που αποτελούσαν άλλοτε καλλιεργήσιμους αγρούς, πολύτιμους για τα νοικοκυριά του χωριού. Σ΄ αυτήν τη χαρούμενη ισιάδα βρίσκονται πολλά πηγάδια με καθαρό νερό, γι’ αυτό εδώ σύχναζαν παλιά οι τσοπάνηδες για να ποτίσουν τα χιλιάδες γιδοπρόβατά τους. Αφήνοντας τον δρόμο, αν στρίψεις δεξιά μέσα από κάποια χωράφια, μετά από πολλά δέντρα, αμυγδαλιές και αχλαδιές κυρίως, συναντάς την εκκλησούλα της Αγια-Παρασκευής.



Πάνω στη νότια μάντρα της Αγίας Παρασκευής ο αδελφός μου Γιώργος Π. Μπιμπής και οι εξαδέλφες μου Βάσω και Ανδρονίκη Χρ. Μπιμπή (εκδρομή γύρω στο 1990).

Θυμάμαι με τις φίλες μου τα καλοκαίρια του δημοτικού, πηγαίναμε με τα πόδια τον χωμάτινο κακοτράχαλο δρόμο για τον εσπερινό και το πανηγυράκι της Αγια-Παρασκευής. Περπατούσαμε παράλληλα με πολλές άλλες παρέες προσκυνητών, ειδικά γυναικών, που κουβαλούσαν αποβραδίς τα χρειαζούμενα για το προσκύνημα (μπουκάλια με λάδι, καθαριστικά για τον ευπρεπισμό της εκκλησούλας). Στο δρόμο λέγαμε ιστορίες, παρατηρούσαμε τη φύση, πιάναμε χελώνες, γελούσαμε και παίζαμε εκτελώντας ταυτόχρονα ένα τόσο ευχάριστο θρησκευτικό καθήκον που, μέσα στην άγουρη συνείδησή μας, έπαιρνε τη διάσταση του ανεξίτηλου παιδικού βιώματος μιας εκδρομής. Ειδικά όταν βγαίναμε από τον ασφαλή δρόμο και παίρναμε δεξιά το χωμάτινο μονοπάτι μέσα από τα χωράφια, κόβαμε γινωμένα αχλάδια από τις αχλαδιές που βρίσκαμε στο δρόμο μας, χασομερούσαμε εξερευνώντας τα πηγάδια και ο περίπατος φάνταζε σαν εξωτική περιπέτεια.

Αργότερα, με την είσοδο των αυτοκινήτων στη ζωή μας, σταμάτησαν οι περιπατητές και πηγαίναμε εποχούμενοι πια, χάνοντας μεν όλη εκείνη την παρατεταμένη αίσθηση της εκδρομής, κερδίζοντας όμως χρόνο και δυνάμεις για τον εσπερινό ή την πρωινή λειτουργία στο εκκλησάκι. Έτσι, μπορούσαν να έρχονται και γεροντότεροι και πολύ μικρά παιδιά. Οι προσκυνητές όμως είναι πάντα πολυπληθείς γιατί η Αγία Παρασκευή, πέρα από γιάτρισσα των ματιών είναι πάντα η προστάτιδα και αγαπημένη Αγία των βοσκών όλης της περιοχής των Φρακιών.

 



Η ΙΣΤΟΡΙΑ

Εδώ υπήρχε από πολύ παλιά ένα ερειπωμένο ξωκλήσι που είχε καταγραφεί στη μνήμη όλων των κατοίκων του χωριού ως αφιερωμένο στην Αγια-Παρασκευή. Κοντά σε κείνο το παμπάλαιο ερείπιο που σιγά-σιγά χάθηκε, χτίστηκε στη δεκαετία του ’60 η τωρινή εκκλησούλα από τους Χελιώτες με πρωτεργάτη τον Αναστάσιο Δημητρίου Μανώλη (ή Γαλάνη). 

Από τότε και μέχρι και τα τελευταία χρόνια, με την αγάπη και την επιμέλεια των κατοίκων του χωριού, υπήρξαν αισθητικά όμορφες παρεμβάσεις και προεκτάσεις που ομόρφυναν το αρχικό λιτό κτίσμα και το έκαναν πιο επιμελημένο και φιλόξενο. Ο ναός επεκτάθηκε με στεγασμένη είσοδο στην πρόσοψη και αποθηκούλα στο πλάι, έγινε κοκκινωπή κεραμοσκεπή, επικάλυψη της πρόσοψης με πελεκητή πέτρα της περιοχής, πλακόστρωση του προαυλίου και του διαδρόμου εισόδου και διαμόρφωση του αύλειου χώρου με δενδροφύτευση και παγκάκια. Επίσης η μάντρα από τσιμεντόλιθους ανακαινίστηκε με πετρόχτιστη διακόσμηση και όμορφη είσοδο. Πρόκειται για μια ολοκληρωμένη κατασκευή που στεγάζει ικανοποιητικά την ευλάβεια των Χελιωτών και τους κάνει περήφανους.



Ο παππού-Γαλάνης[1] είχε τότε τα γιδοπρόβατα που έβοσκαν σε κείνα τα μέρη και είδε όνειρο την Αγία Παρασκευή. Αποφάσισε να της χτίσει την εκκλησία και παρακίνησε και τον δεύτερο ξάδερφό του Γεώργιο Πίτσα ή Δρόσα να την χτίσουνε μαζί. Ανοιχτήκανε στο χωριό και μαζέψανε «χάρες» από άλλους συγχωριανούς, δηλαδή βοήθεια σε είδος. Καθένας τσοπάνης, ειδικά εκεί στα Φράκια, έδωσε κι από ένα κατσίκι. Πούλησαν τα ζωντανά που μάζεψαν, έβαλαν και δικά τους έξοδα κι έχτισαν την εκκλησία.

 


Ο Αναστάσιος Δημητρίου Μανώλης σέρνει πρώτος τον χορό ανδρών έξω από τη νεόκτιστη εκκλησία στα Φράκια κατά τον εορτασμό της Αγίας Παρασκευής, γύρω στο 1960. Οι ντόπιοι οργανοπαίκτες δίνουν τη μουσική με τα λαγούτα, τα κλαρίνα και τα βιολιά (Ντακαρούνης).  Καθισμένος αριστερά πιθανόν ο Ιωάννης Κοροντάνης, ο οποίος ήταν και ψάλτης, μπορεί να τραγουδάει. Σε τέτοιες περιπτώσεις τραγουδούν τα δημοτικά τραγούδια σύσσωμα όλοι οι χορευτές. Τρίτος στον χορό ο Γεώργιος Πίτσας. Κάποιος τούς κερνά κρασί. Σπάνια και πολύτιμη φωτογραφία από το αρχείο του Δημητρίου Χ. Παπαϊωάννου, που μαρτυρεί τα ήθη άλλων εποχών.


Ακολουθεί προφορική μαρτυρία του Ιωάννη Αναστασίου Μανώλη, του μικρότερου γιου του Αναστασίου και θείου μου, που διατηρεί φούρνο και παντοπωλείο στο Αραχναίο (2016):

«Γύρω στο 1942, Ιούλιος μήνας ήταν, τον έπιασε τον πατέρα μου ένας πόνος στο πόδι και δεν μπορούσε να κάτσει καθόλου στα γιδοπρόβατα. Και ήρθε στο χωριό και ξάπλωσε εδώ στο σπίτι. Αλλά στο σπίτι που κάθησε φοβόταν γιατί εκεί στα Φράκια που είχε τα ζώα ήταν όλο αμπέλια. Πολλοί από το χωριό είχαν βάλει αμπέλια ο Κωτσ-Καλοπέρης πατέρας του Αλέκο-Καλοπέρη, ο Κερκέζης, οι Τζαριμαίοι, ο Γιωρ-Πρίφτης, πολλοί.  Είχε την στρούγκα κάτω στην Πίουγια, και είχε αφήσει τα παιδιά να φυλάνε τα ζώα. Τότε η Αννιώ θα ήταν 12 και ο Μήτσος 10 χρονών. Ήσανε μικροί για να τα φυλάγανε μόνοι τους. Κι έλεγε «Παναγία μου, να μη μου πάνε στα αμπέλια». Παρακαλούσε να μην πηγαίνανε τα γίδια στα αμπέλια. Άμα πήγαιναν στα αμπέλια δεν του φτάνανε για αποζημιώσεις. Πέρασε ο καιρός, έγινε καλά. Πήγε πέρα και πράγματι δεν είχαν πάει τα γίδια. Σκαρίζανε τα γίδια το πρωί και αντί να πηγαίναν στα αμπέλια κολλάγανε απέναντι προς το βουνό εκεί που τα έχει τώρα ο γέρο-Μπίζης. Κι ένα βράδυ που κοιμόταν βλέπει μια γυναίκα μαυροφόρα και του λέει: «Εγώ σου τα κράταγα τα γίδια και δεν πήγανε στα αμπέλια.» Κατάλαβε ότι ήταν η Αγία Παρασκευή και είπε «να την φτάξουμε, να την φτιάξουμε». Πέρασαν όμως αρκετά χρόνια και δεν την είχανε φτιάξει ακόμα.»

Αικατερίνη σύζ. Ιωάννου Μανώλη: «Εγώ πήγαινα εκεί γιατί εκείνο το χωράφι ήταν του γιαγιάς μου, της Γιανν-Μπύρμπαινας.  Σαν προσκυνητάρι ήτανε. Κάτι πέτρες παλαιές ήταν εκεί, ερείπια από ένα εκκλησάκι μικρό αλλά ξεσκέπαστο. Είχε μια εικονίτσα όμως μέσα, τη θυμάμαι! Ένα χάλασμα ήταν, ενάμισυ μέτρο ψηλό και είχε μια παλαιά εικόνα της Αγια-Παρασκευής. Και όλο το χωριό την έλεγε Αγια-Παρασκευή, όπως αλλού λένε Άγιο Νικόλα κλπ. Μόνο αυτή η εικόνα ήταν κι ένα χτίσμα παλιό…»

Ιωάννης Αναστασίου Μανώλης: «Πάνω στο ίδιο σημείο ξαναχτίστηκε η εκκλησία. Το 1960 νομίζω.  Κι όταν σκάψαμε και κάναμε τα θεμέλια βρήκαμε και κόκκαλα από τάφους. Μπορεί να είχε οικισμό εκεί κοντά. Πρέπει να υπήρχε οικισμός γιατί απέναντι δεξιά, εκεί προς τη ρίζα του βουνού υπάρχουν ακόμα κάτι χοντρά κεραμίδια.
Εκεί, όπως έλεγαν, ο γέρο-Στέφας, ο πατέρας της γιαγια-Μήτραινας, είχε στάνη με γίδια και βοσκάγανε εκεί ίσια κάτου που ήταν άγριο το μέρος γιατί δεν είχανε ακόμα καταπατήσει τα χωράφια. Και γύριζε τα γίδια στα Φράκια και τα πότιζε, είχαν ένα παλιό πηγάδι. Κι ένα τραγί δεν πήγαινε να πιει νερό αλλά ήταν τυλωμένο (χορτασμένο).
-Βρε παιδιά, αυτό το τραγί γιατί δεν πίνει νερό;
Το έβλεπε όμως με τα γένια βρεγμένα.
-Θα το φυλάξω, είπε μια φορά. Φύλαξε το τραγί και πήγε, λέει , εκεί στην Αγια-Παρασκευή έτσι πιο πέρα, σε μια ρεματιά ήταν ένα δάσος, μια πατουλιά και το είδε που μπήκε μέσα και βγήκε με τα γένια βρεγμένα. Πάει εκεί ο γέρο-Στέφας να δει και είδε νερό. Και, μόλις το είδε, χάθηκε το νερό. Έτσι το λένε, έτσι το έχω ακούσει εγώ. Και σηκώθηκε και πήγε στον Δεσπότη και του λέει αυτό κι αυτό. Του λέει έπρεπε να κάνεις αίμα εκείνη την ώρα που το είδες, να έσφαζες κάτι εκεί και θα έμενε το νερό. Είναι αλήθεια; Είναι ψέματα; Εγώ έτσι το έχω ακούσει.
Μετά το όνειρο, ο παππούς ήθελε να φτιάξει εκκλησία. Αλλά δεν το ξεκίνησε μόνος του. Συζητάγανε με τον πατέρα του Παπαρούντα, του Θοδωρή, το γέρο-Τασιάκο (Πίτσα Αναστάσιο του Αθανασίου) και του λέει: ««Έχω τάξει να φτιάξω την εκκλησία και δεν έχω κάνει τίποτα ακόμα. Να το κινήσουμε, έχω αυτήν την επιθυμία».
«Έε, δεν το κινάμε;»
Αφού το συζητάγανε εκεί, να κι ο Δρόσας (Γεώργιος Πίτσας).
«Θα μπω κι εγώ μέσα να το προχωρήσουμε!»
Να κι ο γέρο-Ντούσκος, ο Τασ-Ντούσκος.
«Κι εγώ μαζί σας.»
Κι είπανε «μπρος να ξεκινήσουμε να φτιάξουμε την εκκλησία».
Εκεί στα Φράκια μαζευόσανε, ύστερα μπήκαν κι άλλοι μέσα που είχαν πράματα (=γιδοπρόβατα) στα Φράκια. Και βάλανε όλοι από μια γίδα ή ό,τι είχε ο καθένας. Ο θείος ο Μήτσος (το μεγαλύτερο αγόρι του Γαλάνη) είχε πάει και μέχρι τον Πηλιαρό και τους είπε «ανοίγουμε την εκκλησία» και βάλαν και οι Πηλιαριώτες. Τα μαζέψανε και τα πουλήσανε και πήγανε στον Δεσπότη και του το είπανε. Να την προχωρήσετε, τους είπε. Και την προχωρήσανε. Την ξεκίνησε ο πατέρας μου ο παππούς ο Γαλάνης που το είχε δει στο όνειρο, κι ύστερα αποφάσισε μαζί με τον Τασιάκο  Μετά μπήκε ο Δρόσας, μπήκε ο Τασ-Ντούσκος, όλοι.
Και ήτανε μια ανυδρία εκείνη τη χρονιά! Σώθηκε το νερό στα πηγάδια, μια σταγόνα είχαν. Δεν έριξε βέβαια βροχή αλλά ενώ φτιάχναν την εκκλησία εκείνη τη χρονιά, τα πηγάδια από κείνη την σταγόνα που είχαν δεν στερέψανε. Κουβαλήσανε όλα τα νερά και φτιάξανε την εκκλησία και με κείνες τις σταγόνες  ποτίζανε και τα πράματα, κι όμως, δεν στέρεψε κανένα πηγάδι. Ούτε το δικό μας στέρεψε.»

Συνεχίζεται…



ΥΓ. Ευχαρίστως αναμένω σχόλια, αναμνήσεις, προσθέσεις ή διορθώσεις!




[1] Ο Αναστάσιος Μανώλης ή Γαλάνης ήταν παππούς μου, πατέρας της μητέρας μου.

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016


Ο Παναγιώτης Ιωάννου Μπιμπής

και η Ιστορία του Αραχναίου




(Παναγιώτη Ι. Μπιμπή, «Το Χέλι και η συμβολή του στους Αγώνες του Έθνους», Άργος 2002, εξώφυλλο του βιβλίου). 


Πάνε δεκατέσσερα χρόνια από τότε που εκδόθηκε αυτό το βιβλίο και οκτώ χρόνια από τότε που έφυγε από κοντά μας ο συγγραφέας του, και όμως, ως τώρα παρέμενε ανεκπλήρωτο το χρέος μου να του αποδώσω την τιμή που νοιώθω ότι αξίζει. Κάλλιο αργά παρά ποτέ!

Πρόκειται για ένα εξαίρετο πόνημα, το οποίο και συνιστά την μοναδική έως τώρα συστηματική καταγραφή της ιστορίας του χωριού μας από τα αρχαία χρόνια ως τις μέρες μας. Συγγραφέας του είναι ο Παναγιώτης Ιωάννου Μπιμπής, γέννημα-θρέμμα του ίδιου αυτού τόπου.

Ο Παναγιώτης γεννήθηκε στο Αραχναίο το 1925. Γονείς του ήταν ο Ιωάννης Δημητρίου Μπιμπής και η Αναστασία Αναστασίου Μανώλη. Υπήρξε το προτελευταίο παιδί από τα δέκα, συνολικά, παιδιά και το τελευταίο αγόρι από τα έξι αγόρια της οικογενείας.

(Στον Παρθενώνα ο Παναγιώτης (πίσω δεξιά), με τον αγαπημένο του πατέρα Ιωάννη Δημ. Μπιμπή (εμπρός αριστερά) και με άλλους συγγενείς από την Επίδαυρο, περ. 1943.)

Τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο του Αραχναίου και το Γυμνάσιο Ναυπλίου. Μετά την απελευθέρωση από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής, έδωσε εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο Αθηνών όπου και εφοίτησε για έναν χρόνο περίπου.

Ο εμφύλιος πόλεμος, όμως, που ενέσκηψε, άλλαξε τα σχέδιά του, όπως και όλων σχεδόν των Ελλήνων, καθώς αποδεκάτισε την ήδη πληγείσα από τους Γερμανούς κατακτητές οικογένεια του και επέβαλε την στράτευσή του. Αποστρατεύθηκε το 1951 οπότε και συνέχισε τη φοίτηση.
Έλαβε πτυχίο των Μαθηματικών το 1955. Από τότε και για 31 έτη υπηρέτησε στη δημόσια Μέση Εκπαίδευση. Στην αρχή, διορίσθηκε ως Καθηγητής Μαθηματικός στο Γυμνάσιο Καρπενησίου, όπου άφησε δυνατές αναμνήσεις στους μαθητές του. Τυχαίνει να γνωρίζω αξιόλογο  κύριο με μακρά διαδρομή στον χώρο των εκδόσεων, ο οποίος είχε υπάρξει μαθητής του στο Καρπενήσι το διάστημα εκείνο, και στο άκουσμα του ονόματος εξέφρασε τον άσβηστο ακόμη θαυμασμό που διατηρούσε για τον παλιό και αυστηρό καθηγητή του καθώς και πολλές ολοζώντανες ζεστές αναμνήσεις από τα χρόνια εκείνα.

Όμως και η εναπομείνασα οικογένειά του στο χωριό έφερε υπερηφάνως το γεγονός ότι γέννησε τέτοιο άξιο τέκνο, μια και την δύσκολη εκείνη εποχή ήταν πολύ σπάνιο να σπουδάζει κάποιο παιδί με αγροτική προέλευση. Συνήθως οι σπουδές στην πρωτεύουσα απαιτούσαν υπέρμετρες θυσίες και η καθημαγμένη ελληνική οικογένεια δεν είχε την πολυτέλεια για δίδακτρα, ενοίκιο και διατροφή. Οι σπουδαγμένοι συγχωριανοί ήταν ελάχιστοι, και φυσικό ήταν να αποτελούν κρυφό καμάρι των οικογενειών τους.    

Από το Καρπενήσι μετατέθηκε στο Γυμνάσιο Άστρους και στο Γυμνάσιο Θηλέων Άργους. Κατόπιν, ανέλαβε Γυμνασιάρχης στο Γυμνάσιο Μεγαλοπόλεως και Λυκειάρχης στα Λύκεια Μεγαλοπόλεως, 1ο Ναυπλίου και 1ο Άργους. Κατά τα τελευταία πέντε χρόνια της ευδόκιμης υπηρεσίας του, υπηρέτησε ως Προϊστάμενος Μέσης Εκπαιδεύσεως Νομού Αργολίδος. Παραιτήθηκε το 1986 αφήνοντας πίσω του ως παρακαταθήκη  μια χρηστή και ικανή διοίκηση, μακριά από ίντριγκες, καθώς και την παραγωγή σημαντικού έργου με ανέγερση νέων σχολείων στον Νομό. Αποδέκτης των θετικών εντυπώσεων που άφησε ο Παναγιώτης Ι. Μπιμπής στο πέρασμά του από τον χώρο της Μέσης Εκπαιδεύσεως υπήρξε και η γράφουσα, καθώς βρέθηκα να επιτελώ το ίδιο με αυτόν λειτούργημα και τα επώνυμά μας συνέπιπταν λόγω συγγενείας.
Εν τω μεταξύ, είχε δημιουργήσει με την Αργείτισσα Μαρία Πάτσιου μια όμορφη οικογένεια με δύο παιδιά, την Αναστασία και τον Γιάννη, και τέσσερα εγγόνια. Η Αναστασία διατηρεί Φαρμακείο στο κέντρο του Άργους, ενώ ο Γιάννης, που υπήρξε επιτυχημένος οικονομολόγος και οικογενειάρχης, χάθηκε απροσδοκήτως πολύ νωρίς, γεγονός που δεν μπόρεσε ο Παναγιώτης Μπιμπής να ξεπεράσει ποτέ.


(Στο Αραχναίο, όπου παρήγετο καπνός μέχρι προσφάτως.)

Εκτός από την οικογένειά του, βαθιά μέσα του φώλιαζε και μια άλλη μεγάλη αγάπη: αυτή για την ιδιαίτερη πατρίδα του, το Χέλι, και την εκεί οικογένειά του.

Η μοίρα έδοξε ο Παναγιώτης να προέρχεται από μια οικογένεια η οποία επλήγη πρωτοφανώς από τις πολεμικές εξελίξεις της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου πολέμου στο Αραχναίο της Αργολίδος. Γι’ αυτό και το βιβλίο αυτό αποτέλεσε έργο ζωής, καθώς εύγλωττα μαρτυρεί και η αφιέρωσή του:

«Στους γονείς μου,

Στα αδέλφια μου

Και σε όλους τους πεσόντες στους ιερούς αγώνες της φυλής μας».


(Ο Παναγιώτης (δεξιά) με δύο από τους τρεις αδερφούς του τους οποίους εκτέλεσαν οι Χιτλερικοί Γερμανοί και χαφιέδες. Αριστερά Χρήστος Μπιμπής  και στο μέσον Γεώργιος Μπιμπής)

Αυτή η ιερή «δέσμευση» και αγάπη τον παρακινούσαν, ειδικά από τον χρόνο της συνταξιοδότησής του, να αφιερώνει πολύ μεγάλο μέρος του χρόνου του στην έρευνα της τοπικής ιστορίας και του λαϊκού πολιτισμού του χωριού του.            Ασχολήθηκε με πάθος ως αυτοδίδακτος και κατόρθωσε να ανακαλύψει, να καταγράψει και να διασώσει πολύτιμες πτυχές της ιστορίας και της λαογραφίας του χωριού. Σε μια εποχή πριν από το Διαδίκτυο και την ψηφιοποίηση των πηγών και του υλικού, ταξίδευε συχνά στην Αθήνα και αφιέρωνε άπειρες εργατοώρες στις μεγάλες Βιβλιοθήκες της Αθήνας και στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, για να ερευνά και να γράφει. Έτσι, κατέστη ειδήμων σε ζητήματα της τοπικής ιστορίας και δη του Αραχναίου.


(Ο Παναγιώτης με τη νύφη του Βασιλική (θυγ. Χρ. Α. Τζαρίμα), την υπέργηρη μητέρα του Αναστασία, την σύζυγό του Μαίρη και τον μοναδικό επιζήσαντα από τους αδερφούς του μετά τις καταστροφές του 1944  αδερφό του Αναστάσιο, περ. 1970)

Οι καρποί των ερευνών του αποκρυσταλλώθηκαν αφ’ ενός σε δύο δημοσιευμένες μελέτες και αφ’ ετέρου σε αδημοσίευτο υλικό. Οι δημοσιευμένες μελέτες  είναι α) «ΤΟ ΧΕΛΙ  Και η συμβολή του στους Αγώνες του Έθνους», Άργος 2002 και β) «ΛΗΣΤΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΕΛΙ», Άργος 1995 και είναι εξαντλημένες. Και τις δύο τις εξέδωσε μετά πολλών κόπων και ιδίοις εξόδοις σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων. Το αδημοσίευτο υλικό περιλαμβάνει μία ατελή μελέτη με θέμα «ΟΙ ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΓΟΛΙΔΑ», καθώς και άλλες αποσπασματικές και αυτοβιογραφικές καταγραφές.

Είναι αλήθεια ότι, αν και μαθηματικός, στηρίχθηκε ευσυνείδητα σε μια πλούσια και έγκριτη ιστορική βιβλιογραφία καθώς και στις προφορικές μαρτυρίες ζώντων πληροφορητών αλλά και στις δικές του μνήμες και κατάφερε να δείξει πολύ νωρίς το δρόμο στους επιγενομένους. Έτσι, η προσφορά του είναι κυρίως αποτέλεσμα αγάπης, πάθους, εργατικότητας και αίσθησης χρέους και όχι επιστημονικής εξειδίκευσης, γεγονός που αναγνώριζε και ο ίδιος. Αυτό, όμως, όχι μόνο δεν μειώνει την αξία του εγχειρήματος αλλά και το καθιστά άξιο θαυμασμού και μίμησης.

Όπως και ο ίδιος ο συγγραφέας επισημαίνει στον πρόλογο του εν λόγω βιβλίου, επιδίωξή του ήταν «να σκιαγραφήσω μπροστά σε όλους τους αναγνώστες την Ιστορία του χωριού μου και την συμβολή αυτού σε όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες της φυλής μας από την εποχή που η πατρίδα μας υποδουλώθηκε στους Τούρκους μέχρι και σήμερα».

Όπως προαναφέρθηκε, οι μορφωμένοι, διανοούμενοι και επιστήμονες, στα μέσα του 20ου αι., ήταν πολύ λίγοι και γι’ αυτό σημαντικοί. Είχαν συνείδηση, επομένως, του ηγετικού ρόλου που καλούντο να υπηρετήσουν στη μικρή κοινωνία όπου εγκαθίσταντο. Περισσότερο δε οι Δάσκαλοι κάθε βαθμίδας είχαν, κατά κανόνα, αναπτύξει έντονη βιωματική σύνδεση με τους προγόνους τους και τον τόπο τους και ανταποκρινόμενοι άδολα στα προστάγματα της Ιστορικής και Λαογραφικής Επιστήμης εμφορούντο από την επιθυμία να αναδιφήσουν στο παρελθόν του τόπου τους και να αποδώσουν τις τιμές που αρμόζουν στους αγώνες της φυλής τους. Στον απόηχο των συνταρακτικών πολέμων που είχαν προηγηθεί αλλά και εν όψει της επελαύνουσας μεταπολεμικής αστικοποίησης, η οποία ανέτρεψε άρδην τις κοινωνίες του μεσοπολέμου και ιδιαιτέρως τις αγροτικές, οι κατά τόπους διανοούμενοι, εμπνεόμενοι από πηγαίο πατριωτισμό, αγωνιούσαν να διασώσουν ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία του τόπου, ποικίλες, δηλαδή, εκφάνσεις του λαϊκού βίου και πολιτισμού οι οποίες χάνονταν ή μεταλλάσσονταν με ραγδαίο τρόπο.

Έτσι και ο Παναγιώτης Μπιμπής, ξεπερνώντας τον αρχικό δισταγμό και το δέος μπροστά σε ένα τέτοιο εγχείρημα, ομολογεί πως προέβη σε «αυτή την τόλμη από απέραντη αγάπη προς τον τόπο της καταγωγής μου, βέβαιος για την αγαθή μου πρόθεση» και πως αισθάνεται εθνική υπερηφάνεια καθώς αναλογίζεται «το ένδοξο παρελθόν της Ελλάδας και περισσότερο με την σκέψη ότι για τη δημιουργία του ένδοξου αυτού παρελθόντος της πατρίδας μας συμμετείχαν ενεργά οι δοξασμένοι πρόγονοί μας από το ορεινό και παραμελημένο για πολλές εκατονταετίες χωριό μας».


Ως μεγαλύτερο και ενδοξότερο γεγονός της πατρίδας μας τα τελευταία χρόνια κατονομάζει την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού κατά την Επανάσταση του 1821. Έχει ισχυρή την πεποίθηση ότι η Εθνική Ανεξαρτησία οφείλεται στον αγώνα όλων των Ελλήνων, και ειδικότερα η Αργολιδοκορινθία συνέβαλε πάρα πολύ, καθώς στο έδαφός της διεξήχθησαν «οι μεγαλύτερες μάχες στις πιο κρίσιμες φάσεις της Επανάστασης και εδώ η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπέστη τις μεγαλύτερες πανωλεθρίες».

Ερευνώντας το Μητρώο των Αγωνιστών του 1821 στην Εθνική Βιβλιοθήκη, αντέγραψε ακαταπόνητα τα χειρόγραφα από τους ατομικούς φακέλους των Χελιωτών Αγωνιστών και τα αντίγραφα αυτά τα παραθέτει στο βιβλίο του. Ιδιαιτέρως δε προβάλλει την πατριωτική δράση του καταγόμενου από το Χέλι Γεωργίου Λύκου, ο οποίος επί τουρκοκρατίας είχε αναπτύξει πλούσια δράση εναντίον των Τούρκων ως μεγάλος κλεφταρματωλός στην Κορινθία, ενώ, όταν ξέσπασε η Επανάσταση του ’21, ηγήθηκε πολλών Χελιωτών και έγινε ο οπλαρχηγός Καπετάν-Γεωργάκης Χελιώτης, που έδωσε πολλές μάχες στο πλάι του Κολοκοτρώνη, του Νικηταρά και άλλων Οπλαρχηγών. Χρησιμοποιεί δε το παλαιό -προ των αρχών του 20ου αι.- όνομα του Αραχναίου, «Χέλι», επειδή έτσι αναφέρεται στις ιστορικές πηγές από τις οποίες άντλησε τις πληροφορίες του.


(Η Μονή Ταλαντίου, αγαπημένο μοναστήρι όλων των συγχωριανών. Εδώ το Καθολικό και τα νότια κελιά μετά την αναπαλαίωση, 2015)

Ιδιαίτερο κεφάλαιο του βιβλίου αφιερώνει ο συγγραφέας στο Μοναστήρι του χωριού, την Ιερά Μονή Ταλαντίου που είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου και που βρίσκεται στην καρδιά όλων των συγχωριανών. Όπως προκύπτει από ιστορικά έγγραφα, η ιστορία της Μονής αναπτύσσεται παράλληλα με την ιστορία όλου το χωριού.

Η ιστορική του περιήγηση δεν θα μπορούσε, φυσικά, να μη συμπεριλάβει και τα νεώτερα, οδυνηρά γεγονότα της κατοχής και του εμφυλίου, στα οποία πλήρωσε ο ίδιος, η οικογένειά του αλλά και όλο το χωριό, βαρύτατο φόρο αίματος. Τον πατέρα του, τέσσερις αδερφούς του, τη γυναίκα του αδερφού του, τον άνδρα της μιας αδερφής του (για να αναφέρουμε μόνο τους στενούς συγγενείς), έχασε το 1944  από τις καταδρομικές επιχειρήσεις των Γερμανών κατακτητών τον Μάϊο και από την κατάπτυστη αδερφοκτόνο μανία των ανταρτών τον Αύγουστο. Παρ’ όλη την πατριωτική του ανάμειξη στην αντίσταση και το μέγεθος των προσωπικών του απωλειών σε ανθρώπους, η καταγραφή του είναι ψύχραιμη και αντικειμενική. Οι ογδόντα πέντε Χελιώτες (παιδιά, γυναίκες και γέροι) που συνελήφθησαν από τους αντάρτες από το προαύλιο του Δημοτικού Σχολείου, σύρθηκαν αλυσοδεμένοι όμηροι και σφαγιάσθηκαν κτηνωδώς στην ξερή στέρνα  της Μονής Αγνούντος, προστέθηκαν  στους είκοσι εννέα πατριώτες τους οποίους είχαν εκτελέσει οι Γερμανοί, ανεβάζοντας τον αριθμό των θυμάτων σε δυσανάλογο μέγεθος θυσίας για ένα χωριό δύο χιλιάδων αθώων ψυχών. Πένθος, ορφάνια, αποκαΐδια και τρόμος απλώθηκαν πάνω από το χωριό. Ανήκουστα γεγονότα, σπουδαία και πολλαπλώς διδακτικά, τα οποία, αν δεν έκριναν την έκβαση της μακροϊστορίας, σφράγισαν, εν τούτοις, ανεξίτηλα τη ζωή και τη μνήμη όλων των κατοίκων ενός ρωμαλέου, σε πλήθος και δυναμικό, αργολικού χωριού.
(Χάρτης της Κεντρικής Αργολίδας, από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Εν κατακλείδι, η μελέτη αυτή δεν έχει επί της ουσίας τίποτα να ζηλέψει από καταξιωμένα ιστορικά βιβλία. Εξέχοντα χαρακτηριστικά του δημιουργού της είναι η παθιασμένη αναζήτηση, γνώρισμα που παρέμεινε αδιάπτωτο καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου του, η αγνή προαίρεση, το συναισθηματικό κίνητρο και η ευγνωμοσύνη προς τους θυσιασθέντες νεκρούς. Και τέλος -γιατί όχι;- και μια αχνή ελπίδα να σχεδιάσουμε με λιγότερα λάθη το μέλλον μέσα από την καλή γνώση του παρελθόντος και της ιστορίας του τόπου μας!

(Το Αραχναίο, Αύγουστος 2007).


Μαρία Μπιμπή, Φιλόλογος Προτύπου Βαρβακείου Σχολής

(Φωτογραφικό υλικό από το Αρχείο της ιδίας)

Πέμπτη 26 Μαΐου 2016

ΣΤΟΥΣ  ΠΕΣΟΝΤΕΣ  ΧΕΛΙΩΤΕΣ

 
ΣΤΟΥΣ ΦΟΝΕΥΘΕΝΤΕΣ ΥΠΟ ΤΩΝ  ΓΕΡΜΑΝΩΝ
 
 

…τούτο το κεντητό σου πουκάμισο,  το φόρεσα…


Καταραμένο το ’44 για το Αραχναίο!
Ήδη κατά την άνοιξη, πολλά βαριά σύννεφα είχαν μαζευτεί πάνω από την περιοχή! Η ανάσα των Γερμανών κατακτητών μύριζε μπαρούτι και όλεθρο. «Διεξαγωγή εκκαθαριστικών επιχειρήσεων» το ονόμαζαν, μα πυροβολούσαν εν ψυχρώ όποιον αθώο χωριανό έβρισκαν μπροστά τους. Είκοσι εννέα Χελιώτες εκτελέστηκαν, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, σε στάνες, δρόμους και αλώνια. Και σ’ άλλα χωριά, άλλοι. Με τη βοήθεια και την υπόδειξη χαφιέδων, οι Γερμανοί, ίδια θηρία, χίμηξαν στα χωριά, ρήμαξαν περήφανους ανθρώπους που τόλμησαν να ονειρευτούν  μια πατρίδα λεύτερη, απορφάνισαν γενναίες οικογένειες,  γέμισαν την ορεινή Αργολίδα τόπους μαρτυρίου και εκτελέσεων.  Ξανά τότε, όπως και τώρα, λεηλάτησαν βάρβαρα τις ζωές μας και τους ανθρώπους μας, μας άφησαν φτωχότερους κι ορφανεμένους, ανεπανόρθωτα  ατιμασμένους και πληγωμένους από το αδιανόητο.  

Για μας, που είχαμε δικούς μας ανθρώπους που χάθηκαν άδικα κι αναίτια από βέβηλο χέρι του κατακτητή, αυτή  η  πληγή  δεν  θα  επουλωθεί  ποτέ.Όσο  υπάρχει  στα ιερά χώματά μας το τρυπημένο από την ανόσια σφαίρα κρανίο μιας γιαγιάς ή ενός παππού ή ενός θείου, θα το μαρτυράει στους αιώνες. Κι οι νεκροί ποτέ δεν ψεύδονται.

 Γιατί όποιος έντιμα έζησε και έχασε τη ζωή του στον αγώνα του για πιο δίκαιη ζωή, ΉΡΩΑΣ λέγεται. Αντί μνημοσύνου  72 ετών αυτές τις μέρες,  ας συλλογιστούμε τα θύματα αυτής της κτηνωδίας που ηρωικώς έπεσαν, ας τους συλλογιζόμαστε πάντα, γιατί τους πρέπει τιμή και μνήμη αιώνια:

1.      Βαρδάκας Ιωάννης του Χρήστου,

2.      Εμμανουήλ   Δημήτριος του Κωνσταντίνου,

3.      Καμπόσος Πέτρος του Αναστασίου,

4.      Καπετανάκη Δήμητρα του Παναγιώτου,

5.      Κόλλια Μαρία του Θωμά,

6.      Κόλλια Μαρίνα του Βασιλείου,

7.      Κόλλιας Δημήτριος του Νικολάου,

8.      Κόλλιας Κωνσταντίνος του Κυριάκου,

9.      Κοροντάνη Ευαγγελία του Δημητρίου,

10.  Κύρκας Δημήτριος του Εμμανουήλ,

11.  Μανώλης Γεώργιος του Ευαγγέλου,

12.  Μανώλης ή Ρόζης Ιωάννης του Αναστασίου,

13.  Μανώλης ή Ρόζης Κωνσταντίνος του Αναστασίου,

14.  Μάρας Δημήτριος του Αναστασίου,

15.  Μπέλεσης Δημήτριος του Πέτρου,

16.  Μπιμπή Μαριγώ σύζ.  Αναστασίου,

17.  Μπιμπής Γεώργιος του Ιωάννου,

18.  Μπιμπής Κωνσταντίνος του Ιωάννου,

19.  Μπιμπής Χρήστος του Ιωάννου,

20.  Οικονόμου Γεώργιος του Ιωάννου,

21.  Οικονόμου Δημήτριος του Χρήστου,

22.  Οικονόμου Ιωάννης του Δημητρίου (Μαρέλης),

23.  Οικονόμου Παναγιώτης του Ιωάννου,

24.  Οικονόμου Χρήστος του Σπυρίδωνος,

25.  Ταμπάκης Κωνσταντίνος του Αναστασίου (Δράμαλης),

26.  Ταμπάκης Χρήστος του Δημητρίου,

27.  Τόσκας Ιωάννης του Κυριάκου,

28.  Τριμπόνια Γιαννούλα του Χαραλάμπους και

29.  Τριμπόνιας Κωνσταντίνος του Παναγιώτου.

Αείμνηστοι!!!

 


Ποιητικό αφιέρωμα

Μικρό αφιέρωμα στη μνήμη τους, το ΙΑ΄ απόσπασμα από το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» του Οδυσσέα Ελύτη:

Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και με κρύα νερά
M’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο
Παππού δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένο άνεμο
Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα
Mε πικραμένα μάτια·
Τους πήρε μαύρο σύγνεφο ― δεν είχαν πίσω τους αυτοί
Θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή
Mάνα που να ’χει σφάξει με τα χέρια της
Ή μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό
Xορεύοντας να ’χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!